αμφίγνωμος

αμφίγνωμος
-η, -ο
ο ασταθής στις γνώμες του, αυτός που ταλαντεύεται ανάμεσα σε δύο γνώμες: Ήταν αμφίγνωμος να μείνει στο χωριό ή να ξενιτευτεί.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • αμφίγνωμος — η, ο αυτός που ταλαντεύεται ανάμεσα σε δύο γνώμες, δίγνωμος, διστακτικός, αμφιταλαντευόμενος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀμφι * + γνωμος < γνώμη] …   Dictionary of Greek

  • αμφ(ι)- — Γλωσσ. α συνθετικό λέξεων τής αρχαίας, μεσαιωνικής και νέας Ελληνικής καθώς και επιστημονικών όρων, με μεγάλη παραγωγικότητα. Προέρχεται από την αρχαία λέξη ἀμφί, που λειτουργεί ως πρόθεση και επίρρημα. Κατά τη σύνθεση, το τελικό φωνήεν ι άλλοτε… …   Dictionary of Greek

  • δίφροντις — δίφροντις, ο (Α) δίγνωμος, αμφίγνωμος …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”